Μία εξέταση αίματος για τα επίπεδα της πρωτεΐνης GFAP θα μπορούσε να συμβάλλει στη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ δεκαετίες πριν εμφανιστούν συμπτώματα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης ερευνητών από το πανεπιστήμιο Edith Cowan, για πρώτη φορά διαπιστώθηκε ότι όσοι έχουν στο αίμα τους αυξημένα επίπεδα της όξινης ινώδους πρωτεΐνης των γλοίων (GFAP) έχουν και αυξημένη τη βήτα αμυλοειδή πρωτεϊνη στον εγκέφαλο, που είναι γνωστό ότι δημιουργεί πλάκες, οι οποίες συσσωρεύονται στον εγκέφαλο στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ.

Η πρωτεΐνη GFAP βρίσκεται κανονικά στον εγκέφαλο, αλλά απελευθερώνεται στο αίμα όταν ο εγκέφαλος έχει υποστεί βλάβη στα πρώτα στάδια της νόσου Αλτσχάιμερ, από την οποία πάσχουν περισσότεροι από 35 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως.

Μέχρι τώρα για τη διάγνωση της ασθένειας χρειάζονται απεικονίσεις του εγκεφάλου και οσφυονωτιαία παρακέντηση (λήψη νωτιαίου υγρού από τη σπονδυλική στήλη).

Ο βιοδείκτης GFAP που ανακαλύφθηκε, μπορεί να δώσει μία απλή, γρήγορη και οικονομική λύση για να ανιχνεύεται εάν ένας άνθρωπος διατρέχει αυξημένο κίνδυνο να πάθει Αλτσχάιμερ.

Η έγκαιρη διάγνωση είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θα μπορούσε να επιβραδυνθεί η εξέλιξη της νόσου και να απομακρυνθεί η χρονική περίοδος που θα εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα της εκφυλιστικής αυτής ασθένειας του εγκεφάλου (όπως προβλήματα μνήμης και αδυναμία συγκροτημένης σκέψης). Δεν υπάρχει θεραπεία μέχρι τώρα για τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ: https://www.nature.com/articles/s41398-020-01137-1